ἁλίκλυστος

ἁλίκλυστος
ἁλίκλυστος, ον,
A sea-washed, sea-beaten, of coast, S.Aj.1219 (lyr.);

ἁ. πὰρ χθονὶ Πειραέως IG3.1344

;

ἁ. δέμας AP9.228

(Apollonid.).
2 high-surging,

πόντος Orph.A.333

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλίκλυστος — ἁλίκλυστος, ον (Α) 1. αυτός που κατακλύζεται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος 2. αυτός που σηκώνει ψηλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κλύζω, «περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με κύματα»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλίκλυστον — ἁλίκλυστος sea washed masc/fem acc sg ἁλίκλυστος sea washed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλικλύστοιο — ἁλίκλυστος sea washed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλικλύστοισι — ἁλίκλυστος sea washed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλικλύστου — ἁλίκλυστος sea washed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλικλύστους — ἁλίκλυστος sea washed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλικλύστων — ἁλίκλυστος sea washed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλικλύστῳ — ἁλίκλυστος sea washed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίκλυστα — ἁλίκλυστος sea washed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”